Σελίδες

2018-02-22

Τράπεζα της Ελλάδος - Η Ίδρυσή της

Σχεδιάγραμμα και πηγές για την Τράπεζα της Ελλάδος,
λόγοι που οδήγησαν στην ίδρυσή της
και η συνεισφορά της στην ελληνική οικονομία

(Ιστορία Γ Λυκείου).

Σχεδιάγραμμα

Αφορμή

  • 1927: αίτημα Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή πρόσθετου δανείου

Αρμοδιότητες

  • διαχείριση χρεών
  • έκδοση χαρτονομίσματος
  • εφαρμογή κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής

Συνθήκες δημιουργίας

  • αντιδράσεις Εθνικής Τράπεζας
  • πιέσεις ξένων συμβούλων
  • Μάιος 1927: ίδρυση Τραπέζης Ελλάδος
  • 1928: λειτουργία Τραπέζης Ελλάδος

Έργο

  • σταθερή ισοτιμία δραχμής – ξένων νομισμάτων
  • έκδοση χαρτονομισμάτων με βάση τα αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος
  • εξασφάλιση μετατρεψιμότητας δραχμής σε χρυσό

Αποτελέσματα στην οικονομία

  • περίοδος ευφορίας των δημόσιων οικονομικών
  • βελτίωση πιστοληπτικής ικανότητας του κράτους
  • ενίσχυση εισροής συναλλάγματος και επενδύσεων
  • ισχυρή δυναμική = πολιτικές, θεσμικές, οικονομικές πρωτοβουλίες κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου (1928-1932)

Πηγές

Πηγή 1: Η Ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος και τα Πρώτα Χρόνια Λειτουργίας της

Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε σε συνέχεια του Πρωτοκόλλου της Γενεύης της 15ης Σεπτεμβρίου 1927 και άρχισε να λειτουργεί στις 15 Μαΐου 1928.

Η πρόταση για τη δημιουργία της κεντρικής τράπεζας έγινε από την Κοινωνία των Εθνών προκειμένου να στηριχθούν οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα σοβαρά οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα της εποχής. Μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, τις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας ασκούσε η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της χώρας, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία είχε ιδρυθεί το 1841 και βαθμιαία είχε αποκτήσει μονοπώλιο επί του εκδοτικού προνομίου. Σύμφωνα με την Κοινωνία των Εθνών, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υπήρχε ασυμβίβαστο για την άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως η έκδοση του χαρτονομίσματος, παράλληλα με τη δραστηριότητα εμπορικής τράπεζας.

Στη νέα, κεντρική, τράπεζα μεταβιβάστηκαν από την Εθνική Τράπεζα στοιχεία ενεργητικού (κυρίως χρυσός και ομόλογα του Δημοσίου) και παθητικού (το εκδοθέν χαρτονόμισμα και ιδίως οι καταθέσεις του Δημοσίου).

Η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε τη λειτουργία της τον Μάιο του 1928 με προσωπικό 500 ατόμων. Στη συνέχεια, η Τράπεζα άνοιξε έναν αριθμό πρακτορείων και υποκαταστημάτων κυρίως για την τροφοδότηση των τοπικών αγορών σε χαρτονόμισμα και για τη διενέργεια πληρωμών ή/και εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου. Στις 4 Απριλίου 1938 η έδρα της Τράπεζας μεταφέρθηκε στη σημερινή της θέση.

Το Πρωτόκολλο της Γενεύης καθόρισε, επίσης, το περιεχόμενο της δραχμής σε χρυσό και όρισε ότι η δραχμή θα ακολουθούσε τον Κανόνα Χρυσού-Συναλλάγματος. Σύμφωνα μάλιστα με το ‘Aρθρο 4 του αρχικού Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος “κύριον καθήκον της Τραπέζης είναι η εξασφάλισις της σταθερότητος της εις χρυσόν αξίας των γραμματίων αυτής. Προς τον σκοπόν τούτον θα ρυθμίζη, εντός των ορίων του Καταστατικού αυτής, την κυκλοφορίαν και την πίστιν εν Ελλάδι”.

Πηγή 2: Η Ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος

Η Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών που ήλθε τότε εις την Ελλάδα διά την έρευναν των οικονοµικών της, τον Απρίλιον του 1927, ήτο υπό την προεδρίαν του Παρέδρου Γενικού Γραµµατέως της Κοινωνίας των Εθνών Avenol. Την απήρτιζαν τα µέλη του ∆ηµοσιονοµικού και Οικονοµικού Τµήµατος της Γραµµατείας της Κοινωνίας των Εθνών Ε. Felkin, Jaques Rueff και J. Von Walre de Bordes. ΄Επειτα από µελέτην ολίγων εβδοµάδων η Επιτροπή είχε µίαν σύνθεσιν όλου του οικονοµικού µας προβλήµατος. Εις έκθεσιν της προς την ∆ηµοσιονοµικήν Επιτροπήν, τέλη Μαΐου 1927, η Επιτροπή υπέβαλε τέσσερα υποµνήµατα:

  1. Επί της ταµιακής καταστάσεως του Κράτους.
  2. Επί του προϋπολογισµού.
  3. Επί της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος.
  4. Επί της οικονοµικής καταστάσεως της Χώρας.

[…] Ιδού αι συγκεκριµέναι προτάσεις της ∆ηµοσιονοµικής Επιτροπής όπως καθορίζονται εις την έκθεσίν της, χρονολογίας 14 Ιουνίου 1927, προς το Συµβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών.

Έλεγε η ∆ηµοσιονοµική Επιτροπή: «Μία Εθνική Τράπεζα οφείλει να αναλάβη τας βαρείας ευθύνας της σταθεροποιήσεως του νοµίσµατος. Η Επιτροπή είναι ευτυχής διαπιστούσα ότι η ανάγκη της αναθεωρήσεως των εργασιών της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, διά να καταστούν συµφωνότεραι προς τας των άλλων εκδοτικών Τραπεζών, έχει αναγνωρισθή πλήρως.

Η Επιτροπή περιορίζεται να αναφέρη εν γενικαίς γραµµαίς τας µεγάλας αρχάς, των οποίων η πείρα έχει αποδείξει την αξίαν και αι οποίαι δέον να εφαρµοσθούν εάν επιθυµή τις να ασφαλίση την ικανοποιητικήν δράσιν µιας Εκδοτικής Τραπέζης, εις την οποίαν ανήκει κυρίως η ευθύνη της διατηρήσεως της νοµισµατικής σταθερότητος.

Μεταξύ των αρχών τούτων δύναταί τις να µνηµονεύση:

1) Την ανεξαρτησίαν της Τραπέζης. 2) Το αποκλειστικόν δικαίωµα της εκδόσεως τραπεζογραµµατίων. 3) Τον περιορισµό των εργασιών της Τραπέζης εις δάνεια και προεξοφλήσεις βραχυπροθέσµους, δυναµένας να ρευστοποιηθούν αφ΄ εαυτών. 4) Την µείωσιν του προς την Τράπεζαν χρέους του Κράτους και τον επακριβή καθορισµόν των προς το Κράτος µελλοντικών πιστώσεων. 5) Την συγκέντρωσιν παρά τη Εθνική Τραπέζη όλων των ταµειακών δοσοληψιών του Κράτους και των κρατικών επιχειρήσεων. 6) Την απόκτησιν καλύµµατος επαρκούς διά την καθ΄ ενιαίον τρόπον ρύθµισιν της κυκλοφορίας.

Η ∆ηµοσιονοµική Επιτροπή, βάσει των πληροφοριών τας οποίας κατέχει, νοµίζει ότι ποσόν εκ τριών εκατοµµυρίων λιρών Αγγλίας θα ενίσχυεν επαρκώς την θέσιν της Τραπέζης, εις τρόπον ώστε να δυνηθή να αναλάβη αύτη τας επαυξηθείσας ευθύνας της.»

[…]

Ήτο φανερόν ότι αι διαπραγµατεύσεις της Γενεύης θα εναυάγουν, εφόσον η διάστασις της ∆ηµοσιονοµικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών και των ελληνικών οικονοµικών κύκλων – δηλαδή της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος – ήτο ριζική εις ουσιώδη σηµεία της τραπεζικής µεταρρυθµίσεως. Το σχέδιον της αναδιοργανώσεως των οικονοµικών µας µε την βοήθειαν της Κοινωνίας των Εθνών θα έπρεπε να εγκαταλειφθή.

Τότε, διά πρώτην φοράν, ο Εµµανουήλ Τσουδερός έρριψε την ιδέαν: Αντί να παραιτηθή από τας εµπορικάς της εργασίας η Εθνική Τράπεζα και να περιορισθή εις εργασίας εκδοτικής Τραπέζης, να γίνη το αντίθετον. ∆ηλαδή να αποσπασθή το εκδοτικόν προνόµιον από την Εθνικήν Τράπεζαν, η οποία να µείνη Τράπεζα εµπορική, και να ιδρυθή νέα καθαρώς Εκδοτική Τράπεζα.

[…]

Η ∆ιοίκησις της Εθνικής Τραπέζης τελικώς εδέχθη το σχέδιον Τσουδερού. Το είχε δεχθή ευθύς εξ αρχής – καθώς προκύπτει από το γράµµα Τσουδερού προς ∆ιοµήδην – και η Υποεπιτροπή της ∆ηµοσιονοµικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών. Το εδέχετο και ο Υπουργός των Οικονοµικών της Ελλάδος Γεώργιος Καφαντάρης. Εις δηλώσεις του της 20 Ιουλίου 1927 ανεκοίνωσε διά πρώτην φοράν ότι συζητούνται δύο σχέδια: το εν που αφορά την µετατροπήν της Εθνικής Τραπέζης εις Εκδοτικήν· και το άλλο την ίδρυσιν καθαρώς Εκδοτικής Τραπέζης[1].

Ο Εµµανουήλ Τσουδερός, επιστρέψας από την Γενεύην εις τας Αθήνας, έφερε µαζύ του και ένα προσχέδιον Καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος, καθώς και ένα σχέδιον Συµβάσεως µεταξύ Κράτους και Εθνικής Τραπέζης διά τα ζητήµατα που θα προέκυπτον από την απόσπασιν του εκδοτικού προνοµίου από την Εθνικήν. Τα σχέδια αυτά τα είχε επεξεργασθή η Υποεπιτροπή της ∆ηµοσιονοµικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών και τα είχε εγκρίνει η ολοµέλεια της ιδίας Επιτροπής.

Τότε εξεδηλώθη άλλη διαφωνία επί των σχεδίων αυτών. Προήρχετο από το Λαϊκόν Κόµµα. […]

Πράγµατι η Κυβέρνησις Συνασπισµού, λόγω της διαφωνίας του Λαϊκού Κόµµατος, παραιτήθη. ΄Εγινε νέα Κυβέρνησις από τα άλλα τέσσαρα Κόµµατα υπό την Προεδρίαν του Αλεξάνδρου Ζαΐµη.

Η νέα Κυβέρνησις ενεφανίσθη εις την Βουλήν. Και η Βουλή, απέχοντος του Λαϊκού Κόµµατος (Συνεδρίασις 28 Αυγούστου 1927), ενέκρινε την γενικήν οικονοµικήν πολιτικήν της Κυβερνήσεως και τας προγραµµατικάς δηλώσεις του Προέδρου της Αλέξανδρου Ζαΐµη, ο οποίος είχε ζητήσει «άµεσον επιψήφισιν µέτρων συναφών προς οργάνωσιν και εύρυθµον λειτουργίαν Κεντρικής Εκδοτικής Τραπέζης.»

∆εν υπήρχον πλέον εµπόδια διά να ιδρυθή αµιγής Εκδοτική Τράπεζα, η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία µη αποβλέπουσα εις κέρδη εµπορικής Τραπέζης θα υπηρέτει το συµφέρον µόνον του ΄Εθνους.

Η Ελληνική Κυβέρνησις, την οποίαν εξεπροσώπει ο Υπουργός των Οικονοµικών Γεώργιος Καφαντάρης και ο Γενικός ∆ιευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου Γεώργιος Μαντζαβίνος, το ∆ηµοσιονοµικόν Τµήµα της Κοινωνίας των Εθνών, και οι αντιπρόσωποι της Εθνικής Τραπέζης – ο Αλέξανδρος ∆ιοµήδης και ο Ιωάννης ∆ροσόπουλος, ως ∆ιοικητής ο πρώτος και ως Συνδιοικητής ο δεύτερος – και ο καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσος συνειργάσθησαν εις την τελικήν κατάρτισιν της διεθνούς πράξεως που επέβαλε την τραπεζιτικήν µεταρρύθµισιν εις την Ελλάδα. Είναι το Πρωτόκολλον της Γενεύης της 15 Σεπτεµβρίου 1927.

Το Πρωτόκολλον της Γενεύης µε τα εξ παραρτήµατά του προέβλεπε τους όρους υπό τους οποίους η Κοινωνία των Εθνών έδιδε την συγκατάθεσίν της διά την συνοµολόγησιν τριµερούς δανείου προς την Ελλάδα εξ εννέα εκατοµµυρίων λιρών Αγγλίας διά την σταθεροποίησιν του νοµίσµατος, την εκκαθάρισιν των εκκρεµών λογαριασµών του ∆ηµοσίου κλπ. Μία από τας προϋποθέσεις διά την συγκατάθεσιν αυτήν ήτο και η ίδρυσις της Τραπέζης της Ελλάδος. Το άρθρον ΙV του Πρωτοκόλλου καθορίζει σχετικώς:

«1)Νέα και ανεξάρτητος Τράπεζα, κληθησοµένη «Τράπεζα της Ελλάδος», θα ιδρυθή εν Ελλάδι το ταχύτερον και θα αρχίση λειτουργούσα το βραδύτερον εξ µήνας µετά την έκδοσιν του δανείου, συµφώνως προς το σχέδιον Συµβάσεως µεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και το σχέδιον Καταστατικού, τα προσαρτώµενα τώ παρόντι (Παραρτήµατα ΙΙΙ και IV). Η εν λόγω Τράπεζα θα εκτελή τας λειτουργίας τας ανατιθεµένας εις αυτήν υπό της ρηθείσης Συµβάσεως και Καταστατικού, ιδία δε θα πραγµατοποιήση και θα διατηρή την σταθεροποίησιν του ελληνικού νοµίσµατος εν σχέσει προς τον χρυσόν, και την συγκέντρωσιν εις την Τράπεζαν όλων των εισπράξεων και πληρωµών του Κράτους και των κρατικών Επιχειρήσεων.

2) Η Ελληνική Κυβέρνησις αναλαµβάνει να λάβη πάντα τα αναγκαία µέτρα προς πραγµατοποίησιν της νόµω σταθεροποιήσεως του ελληνικού νοµίσµατος εν σχέσει προς τον χρυσόν, από της ηµέρας της ενάρξεως της λειτουργίας της Τραπέζης της Ελλάδος.

3) Προς σταθεροποίησιν του ελληνικού νοµίσµατος, το εν τρίτον του προϊόντος του δανείου (τρία εκατοµµύρια λιρών Αγγλίας) θα χρησιµοποιηθή υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως δια την εξόφλησιν µέρους του ∆ηµοσίου χρέους, το οποίον θα µεταβιβασθή υπό της Εθνικής Τραπέζης εις την Τράπεζαν της Ελλάδος.»

Μαζύ µε τα παραρτήµατα του Πρωτοκόλλου της Γενεύης ήτο και το Καταστατικό της Τραπέζης της Ελλάδος και η Σύµβασις της 27 Οκτωβρίου 1927 µεταξύ του Ελληνικού ∆ηµοσίου και της Εθνικής Τραπέζης, βάσει της οποίας η Εθνική Τράπεζα παρητείτο υπέρ της Τραπέζης της Ελλάδος από το εκδοτικόν της προνόµιον.

Η Γενική Συνέλευσις της Κοινωνίας των Εθνών ενέκρινε το Πρωτόκολλον και τα Παραρτήµατά του εις τας 22 Σεπτεµβρίου 1927. Την 7 ∆εκεµβρίου του ιδίου έτους η Ελληνική Βουλή ενέκρινε τα Νοµοθετικά ∆ιατάγµατα που είχαν εκδοθή διά την κύρωσιν του Πρωτοκόλλου της Γενεύης και των Παραρτηµάτων του. Την 1 Μαρτίου 1928, εξ άλλου, η Γενική Συνέλευσις των Μετόχων της Εθνικής Τραπέζης ενέκρινε οµοφώνως την από 27 Οκτωβρίου 1927 Σύµβασιν µεταξύ του Ελληνικού ∆ηµοσίου και της Εθνικής Τραπέζης περί παραιτήσεώς της από το εκδοτικόν προνόµιον.

Ο Αλέξανδρος ∆ιοµήδης εξήγησε εις τους µετόχους της Εθνικής Τραπέζης τους λόγους που υπεχρέωναν την Εθνικήν Τράπεζαν να παραιτηθή από το προνόµιόν της και καθώριζε την πολιτικήν της νέας Τραπέζης της Ελλάδος, της οποίας έµελλε να γίνη και ο πρώτος ∆ιοικητής.

«Ο άξων – έλεγε – της όλης εξυγιαντικής του νοµίσµατος πολιτικής είναι η νέα Εκδοτική Τράπεζα. Οργανούται αύτη ως τραπεζιτικόν ίδρυµα στερούµενον κατ΄ αρχήν ελευθέρου κερδοσκοπικού χαρακτήρος. Πάσα αυτού πράξις και ενέργεια πρέπει να έχη ως ελατήριον την οικονοµικήν ωφέλειαν του συνόλου, άνευ απόψεως πορισµού κερδών. Τα κέρδη είναι πεπερασµένα, και πεπερασµένον το όριον του διανεµοµένου µερίσµατος.

Αυτός είναι ο απολύτως ισχυρός λόγος δι’ ον επεβάλλετο η απόσχισις της εκδοτικής λειτουργίας από της µέχρι τούδε ασκούσης ταύτην Εθνικής Τραπέζης. Αύτη, σύµφωνα µε µακράν παράδοσιν εις ην ακλονήτως έµενε πιστή, ήσκησε βεβαίως πάντα τα έργα της µε πνεύµα κοινωφελούς Οργανισµού, αποβλέπουσα συνεχώς εις την εξυπηρέτησιν πρωτίστως του κοινού συµφέροντος. Ηθικοί όµως λόγοι επέβαλλον εις αυτήν τούτο, ουχί οικονοµική και νοµική υποχρέωσις.

Σήµερον δεν ήτο πλέον οικονοµικώς δυνατόν η Εθνική Τράπεζα, ως είχεν εξελιχθή µετά υπερογδοηκονταετή βίον, να ασκή και το εκδοτικόν δικαίωµα. Η σύγκρουσις µεταξύ των δύο ιδιοτήτων, Τραπέζης Εκδοτικής κοινής ωφελείας και Τραπέζης ιδιωτικής στηριζοµένης επί καταθέσεων τας οποίας πρέπει κερδοσκοπικώς να χρησιµοποιήση, θα ήτο µοιραία, µοιραίον δε θα ήτο ότι θα κατίσχυεν η δευτέρα ιδιότης ως ισχυροτέρα και επιβλητικωτέρα, µοιραία δε οπωσδήποτε θα ήτο η συνεχής υπόνοια ότι η έκδοσις, ήτις θέτει εις χείρας της ασκούσης το δικαίωµα τούτο Τραπέζης όπλον οικονοµικώς ακαταµάχητον, δεν ωρµήθη εξ απόψεως καθαρώς αντικειµενικών.

Ο οργανισµός των εκδοτικών Τραπεζών εις όλα πλέον τα Κράτη, τα εισελθόντα εις τον δρόµον της νοµισµατικής εξυγιάνσεως, αποτελεί συµβιβασµόν µεταξύ των οξυτάτων αντιθέσεων τας οποίας εµφανίζουν αι ανταγωνιζόµεναι αλλήλας κοινωνικαί και οικονοµικαί αντιλήψεις αι θεωρητικώς αδιάλλακτοι. Είναι απόλυτος ανάγκη όµως – και τυφλός είναι όστις δεν βλέπει την ανάγκην ταύτην – να υπάρχη, εν µέσω της πολυσυνθέτου οικονοµικής ζωής των συγχρόνων κοινωνιών, οργανισµός ισχυρός αλλά και εξ υποχρεώσεως νοµικής ανιδιοτελής, όστις να ασκή την κανονιστικήν του λειτουργίαν προς διατήρησιν κατά το δυνατόν της εκάστοτε απειλουµένης οικονοµικής ισορροπίας.

Την αποστολήν και το καθήκον αυτό θα έχη παρ’ ηµίν η Εκδοτική Τράπεζα υπό την επωνυµίαν «Τράπεζα της Ελλάδος».

Η Τράπεζα της Ελλάδος ήτο πλέον γεγονός. Εν τω µεταξύ, το τριµερές Ελληνικόν ∆άνειον των εννέα εκατοµµυρίων αγγλικών λιρών είχε εκτεθή εις δηµοσίαν εγγραφήν εις το Λονδίνον και την Νέαν Υόρκην εις τας 31 Ιανουαρίου 1928, και είχε καλυφθή πέντε φοράς µέσα εις ολίγας ώρας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος εθεµελιώνετο µε καλούς οιωνούς. Με καλάς ελπίδας.

Ηλία Βενέζη «Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος», Αθήνα,1955


[1] Η πρώτη νύξις εις τον τύπον έγινε εις άρθρον του «Οικονοµικού Ταχυδρόµου» της 17ης Ιουλίου 1927 που έλεγε: «Έχοντες υπ’ όψιν την µέχρι τούδε δράσιν της Εθνικής Τραπέζης ως καθαρώς τραπεζιτικού οργανισµού, ρίπτοµεν την ιδέαν της διατηρήσεως του Ιδρύµατος µε όλους τους κλάδους των τραπεζιτικών εργασιών εις τους οποίους ασχολείται σήµερον, και την ίδρυσιν Εθνικής Εκδοτικής Τραπέζης της Ελλάδος προς άσκησιν του εκδοτικού δικαιώµατος και την διενέργειαν της ταµειακής διαχειρίσεως του Κράτους».

Πηγή

Το καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος κατοχύρωνε την ανεξαρτησία της από την πολιτική εξουσία με διατάξεις που ήταν από τις πιο προωθημένες της εποχής.[…] Η κύρια αποστολή που ανατέθηκε στη νέα τράπεζα ήταν να εγγυάται τη μετατρεψιμότητα του νομίσματος. Για να την εκπληρώσει η τράπεζα διέθετε το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης τραπεζογραμματίων και δικαιούνταν, σύμφωνα με το καταστατικό της, να ελέγχει τη νομισματική κυκλοφορία και την πίστη.

Το καταστατικό προέβλεπε ότι το εκδοτικό προνόμιο μπορούσε να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή, αν η τράπεζα αποτύγχανε να εξασφαλίσει τη σταθερότητα της αξίας των τραπεζογραμματίων της σε χρυσό. […] […] Το καταστατικό όριζε το ελάχιστο του καλύμματος των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων στο 40%. Το κάλυμμα περιλάμβανε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα ελεύθερα μετατρέψιμο σε χρυσό. […] Η διοίκηση της τράπεζας ανετίθετο στο διοικητικό συμβούλιο. Αυτό αποτελείτο από τον διοικητή, τον υποδιοικητή και εννέα μέλη. Τουλάχιστον τρία από τα μέλη του εκπροσωπούσαν τον εμπορικό και βιομηχανικό κόσμο και άλλα τρία τον αγροτικό κόσμο της χώρας. […] Η κυβέρνηση διατηρούσε επίσης το δικαίωμα να διορίζει έναν επίτροπο στην τράπεζα. Πρώτοι διοικητής και υποδιοικητής διορίσθηκαν οι Αλέξανδρος Διομήδης και Εμμανουήλ Τσουδερός αντιστοίχως, οι οποίοι κατείχαν ως τότε αυτές τις θέσεις στην Εθνική Τράπεζα. […] Το Πρωτόκολλο της Γενεύης ρητώς προόριζε τη νέα τράπεζα να λειτουργήσει ως τραπεζίτης της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να συγκεντρώσει στην Τράπεζα της Ελλάδος όλες τις εισπράξεις και τις πληρωμές του κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

(Χρ. Χατζηϊωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Τόμος Β΄, Μέρος 1ο: Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940, Αθήνα 2002, σσ. 262-3).

Ημερήσια 2010

filologika.gr