Σελίδες

2021-07-28

Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος

Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η κεντρική τράπεζα της χώρας και άρχισε να λειτουργεί τον Μάιο του 1928.

Ιδρύθηκε σε συνέχεια του Πρωτοκόλλου της Γενεύης της 15ης Σεπτεμβρίου 1927. Η πρόταση για τη δημιουργία της κεντρικής τράπεζας έγινε από την Κοινωνία των Εθνών (σ.σ. πρόδρομο του ΟΗΕ) προκειμένου να στηριχθούν οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τα σοβαρά οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα της εποχής.

Μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, τις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας ασκούσε η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της χώρας, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία είχε ιδρυθεί το 1841 και βαθμιαία είχε αποκτήσει μονοπώλιο επί του εκδοτικού προνομίου (σ.σ. του προνομίου έκδοσης νομίσματος για τη χώρα μας). Σύμφωνα με την Κοινωνία των Εθνών, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υπήρχε ασυμβίβαστο για την άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως η έκδοση του χαρτονομίσματος, παράλληλα με τη δραστηριότητα εμπορικής τράπεζας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε τη λειτουργία της τον Μάιο του 1928 με προσωπικό 500 ατόμων. Στη συνέχεια, η Τράπεζα άνοιξε έναν αριθμό Πρακτορείων και Υποκαταστημάτων κυρίως για την τροφοδότηση των τοπικών αγορών σε χαρτονόμισμα και για τη διενέργεια πληρωμών ή/και εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου. 

Στη νέα κεντρική τράπεζα μεταβιβάστηκαν από την Εθνική Τράπεζα στοιχεία ενεργητικού (κυρίως χρυσός και ομόλογα του Δημοσίου) και παθητικού (το εκδοθέν χαρτονόμισμα και ιδίως οι καταθέσεις του Δημοσίου). 
(σ.σ. Εδώ θα ήθελα να σημειώσετε και να λάβετε υπόψη σας ότι μελετώντας έναν τραπεζικό ισολογισμό θα πρέπει να προσέξετε ότι - αντίθετα με ό,τι γνωρίζετε για ισολογισμούς άλλου τύπου επιχειρήσεων ή αυτού που αρκετοί πιστεύουν - στο παθητικό μιας τράπεζας εγγράφονται οι καταθέσεις, ενώ στο ενεργητικό της αντίθετα, εγγράφονται τα δάνεια, μαζί με άλλα περιουσιακά της στοιχεία. Εξ ου και η «δημιουργία» χρήματος μέσω του τραπεζικού συστήματος, πράγμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω του mining των ψηφιακών νομισμάτων). 

Στις 4 Απριλίου 1938 εγκαινιάστηκε το κεντρικό κτίριο επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου (Πανεπιστημίου) 21. Μέχρι το 1938 η Τράπεζα φιλοξενήθηκε στο κτίριο της Κτηματικής Τράπεζας στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου (Πανεπιστημίου) 28.

Το κεντρικό κτίριο της Τράπεζας βρίσκεται στην καρδιά της Αθήνας, στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 21, και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα έκφρασης ακαδημαϊσμού της αρχιτεκτονικής των δημοσίων κτιρίων στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Το 1989, με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, το κτίριο χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Διοικητής της Τράπεζας ακολούθησε την Ελληνική Κυβέρνηση στην εξορία. Το απόθεμα χρυσού της Τράπεζας φυγαδεύτηκε μυστικά από την Αθήνα στην Κρήτη και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, για να καταλήξει στη Νότια Αφρική. Ο λογοτέχνης Ηλίας Βενέζης που εργάστηκε στην Τράπεζα από το 1930 έως το 1957 περιγράφει την μυθιστορηματική αυτή επιχείρηση στο βιβλίο του «Το Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος (1955)».

Μετά το τέλος του Πολέμου, η οικονομία εν γένει και ιδιαίτερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκονταν σε έντονα αποδιοργανωμένη κατάσταση, ενώ ο κατοχικός υπερπληθωρισμός είχε εκμηδενίσει τις προπολεμικές ονομαστικές αξίες. Η κατάσταση αυτή, υπό τις συνθήκες κρίσης της εποχής, κρίθηκε ότι απαιτούσε στενή συνεργασία μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Κυβερνήσεων. Τη συνεργασία αυτή θεσμοποίησε η δημιουργία, το 1946, της Νομισματικής Επιτροπής. Η Επιτροπή περιλάμβανε τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας ως πρόεδρο, τέσσερεις άλλους Υπουργούς και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Η θέση της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν σημαντική, καθώς η Τράπεζα είχε την ευθύνη σχεδιασμού και πρότασης μέτρων πολιτικής που, κατά κανόνα, υιοθετούνταν από την Επιτροπή.

Ίδρυση της Σχολής Τραπεζικών Σπουδών από τον Διοικητή της Τράπεζας Ξ. Ζολώτα το 1957. Τη δεκαετία του ‘50 ο Διοικητής της Τράπεζας Ξ. Ζολώτας ίδρυσε στην Τράπεζα της Ελλάδος, Σχολή Τραπεζικών Σπουδών διετούς φοιτήσεως. Συνέστησε επίσης τη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και έδωσε υποτροφίες σε οικονομολόγους που εργάζονται στην Τράπεζα για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. 

Το 1982, 36 χρόνια μετά από τη δημιουργία της, η Νομισματική Επιτροπή καταργήθηκε και οι περισσότερες των αρμοδιοτήτων της μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος (Νόμος 1266/1982). Όμως το περίπλοκο σύστημα άμεσων ελέγχων και πιστωτικών κανόνων, αν και κατ' επανάληψη τροποποιήθηκε, παρέμεινε σε ισχύ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80. Υπό το σχήμα αυτό υιοθετήθηκε μια προσέγγιση σε δύο επίπεδα, σύμφωνα με τα οποία η Κυβέρνηση είχε την ευθύνη χάραξης της γενικής οικονομικής πολιτικής, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος ασκούσε τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική μέσα στα όρια του Καταστατικού της. 

Ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος άλλαξε και πάλι στα τέλη της δεκαετίας του '80, με τις κινήσεις ελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Με τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος από 22.12.1997 και 25.4.2000, οι οποίες κυρώθηκαν με τους Νόμους 2609/11.5.1998 και 2832/13.6.2000 αντιστοίχως, το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος τροποποιήθηκε ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σταθερότητα των τιμών αναφέρεται πλέον ρητώς ως θεμελιώδης στόχος της Τράπεζας. Επίσης, εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος και προσδιορίζονται οι σχέσεις της με τη Βουλή και την Κυβέρνηση.

Ένα νέο όργανο δημιουργήθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος - το Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής - αρμόδιο για τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική.

Το 2000 αποτέλεσε έτος-σταθμό στη σύγχρονη ελληνική οικονομική ιστορία αφού στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Ιούνιο αυτού του έτους επιβεβαιώθηκε ότι η Ελλάδα πληρούσε τα κριτήρια σύγκλισης για την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ από την 1 Ιανουαρίου 2001. 

Από τον Ιανουάριο 2001 η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί αναπόσπαστο μέλος του Ευρωσυστήματος, που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) και τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Έκτοτε η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει με τη δράση της στην επίτευξη των στόχων και την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, το οποίο χαράσσει και εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ.

Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ εισήχθησαν σε 12 χώρες με συνολικό πληθυσμό 308 εκατομμυρίων κατοίκων. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη νομισματική μετάβαση που έχει γίνει ποτέ σε ολόκληρο τον κόσμο. Στο εγχείρημα συμμετείχαν ο τραπεζικός τομέας, οι εταιρείες χρηματαποστολών, οι εμπορικές επιχειρήσεις, ο κλάδος παραγωγής και εκμετάλλευσης μηχανημάτων που δέχονται μετρητά και το ευρύ κοινό.
Στην Ελλάδα εφοδιάστηκαν με τα νέα νομίσματα και τραπεζογραμμάτια αρχικά 3.233 υποκαταστήματα τραπεζών και των Ελληνικών Ταχυδρομείων. Την 1.1.2002 άρχισαν να κυκλοφορούν τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ, ενώ παράλληλα άρχισε η απόσυρση των δραχμών. Η μετάβαση ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες. Τα εθνικά τραπεζογραμμάτια και κέρματα έπαυσαν να αποτελούν νόμιμο χρήμα στο τέλος Φεβρουαρίου 2002. Η απόσυρση των δραχμών ολοκληρώθηκε την 1η Μαρτίου 2002. 

Όσον αφορά στην Ελληνική ασφαλιστική αγορά, ημερομηνία σταθμός είναι η 31η Ιουλίου 2010 που υπεγράφη ο νόμος 3867/2010 , σύμφωνα με το οποίο τη Τράπεζα της Ελλάδος ανάλαβε την εποπτεία των ασφαλιστικών εταιριών, μέσω της Διεύθυνσης Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία έχουν αντληθεί από το επίσημο site της Τράπεζας της Ελλάδος (δείτε εδώ). 

nextdeal.gr